θυρσομανής

θυρσομανής
θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, ναρκο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυρσομανής — he who raves with the thyrsus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσομανῆ — θυρσομανής he who raves with the thyrsus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσομανεῖ — θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσομανές — θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem voc sg θυρσομανής he who raves with the thyrsus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσομανοῦς — θυρσομανής he who raves with the thyrsus masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”